- γογγυλόρυγχος
- γογγῠλό-ρυγχος, ον,A with round nozzle, PMag.Par.1.2183.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γογγυλόρυγχε — γογγυλόρυγχος with round nozzle masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)